- αντρέσα
- η(λ. γαλλ.), διεύθυνση κατοικίας, σύσταση: Δώσε μου, σε παρακαλώ, την αντρέσα του γιου σου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀντρέσας — ἀντρέσᾱς , ἀνά τρέω flee from fear aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)